Λάσου

Λάσου
Λάσος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Chamaeleon (philosopher) — Chamaeleon (or Chameleon, Greek: Χαμαιλέων; c. 350 c. 275 BC), was a Peripatetic philosopher of Heraclea Pontica. He was one of the immediate disciples of Aristotle. He wrote works on several of the ancient Greek poets, namely: περὶ Ἀνακρέοντος… …   Wikipedia

  • Λασίσματα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὡς σοφιστοῡ τοῡ Λάσου καὶ πολυπλόκου». [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Λάσος (αρχαίος ποιητής) με επίδραση τής λ. σόφ ισμα] …   Dictionary of Greek

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”